- ξεγράψιμο
- το1. διαγραφή προσώπου ή πράγματος2. απόσβεση από τη μνήμη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σβέση — η 1. σβήσιμο, κατάσβεση. 2. διαγραφή, ξεγράψιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)